ἄρκτος

ἄρκτος
ἄρκτος
Grammatical information: f. (m.?)
Meaning: `bear' (Il.); also `Ursa maior' (Scherer Gestirnnamen 131ff.), `the north'; also a crustacean, `Arctos Ursus' = τέττιξ (Arist.; Thompson Fishes 17).
Other forms: ἄρκος m. f. (LXX). The form is early in names, Dobias-Lalou, Inscr. Cyrène, 2000, 6. Late ἄρξ (OGI 201, 15).
Compounds: Άρκτοῦρος (Hes.) with -ορος `surveyor' s. φρουρός.
Derivatives: Demin. ἀρκτύλος (Poll.), ἄρκυλλος (Sch. Opp.), ἄρκιλος (Eust.); ἀρκτῳ̃ος `id.' (Luc.; after ἑῳ̃ος from ἕως); ἄρκ(τ)ειος `belonging to a bear' (Dsc.; after αἴγειος, βόειος etc.); ἀρκτῆ (aus -έη) f. `skin of a bear' (Anaxandr.). ἄρκτιον n. plant name, `Inula candida' (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 118). - Whether Άρκάδες (s.v.) belongs here, is uncertain s. Sommer Ahh. u. Sprw. 63f.
Origin: IE [Indo-European] [864] *h₂rtḱo- `bear'
Etymology: The late form with single -κ- is confirmed by derivations; it must be just simplification (or from before the metathesis?). Old name of the bear: Skt. ŕ̥kṣa-, Av. arša-, Arm. arǰ, Lat. ursus, Celt., e.g. MIr. art. Hitt. ḫartagga- lead to the reconstruction *h₂rtḱo-. In Germanic and Balto-Slavic the name was replaced, prob. for taboo-reasons; cf. Emeneau Lang. 24, 56ff. The old etymology as `destroyer' (Skt. rákṣas-, Aw. raš- `damage) has now become untenable. On the suffix -ḱ- cf. ἀλώπηξ.
Page in Frisk: 1,141-142

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἄρκτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκτος — bear fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — η 1. για το σαρκοφάγο θηλαστικό (βλ. λ. αρκούδα). 2. όνομα δύο αστερισμών οι οποίοι βρίσκονται στο βόρειο πόλο του ουρανού και που λέγονται ο μεγαλύτερος «Μεγάλη Άρκτος» (αλλιώς «Κάραβος» ή «Αλέτρι» ή « Αλετροπόδι», «Εφταπάρθενος χορός» κτλ.) και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άρκτος, Μεγάλη — (Αστρον.).Ο γνωστότερος αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου, ο οποίος αποκαλείται και Μεγάλη Άμαξα. Απαρτίζεται περίπου από 150 αστέρες, ορατούς με γυμνό μάτι. Η κυριότερη ομάδα διαγράφει το σχήμα μιας άμαξας με τιμόνι, με επτά αστέρες, από τους… …   Dictionary of Greek

  • Άρκτος, Μικρή — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Έχει σχήμα άμαξας με τιμόνι, όμοιο σχεδόν με το σχήμα της Μεγάλης Άρκτου, αλλά μικρότερο. Περιστρέφεται κατά την ορθή φορά γύρω από τον Βόρειο Πόλο σαν να στηρίζεται στο ελεύθερο άκρο του τιμονιού.… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Μικρή Άρκτος — Βλ. λ. Άρκτος, Μικρή …   Dictionary of Greek

  • Ἄρκτω — Ἄρκτος masc nom/voc/acc dual Ἄρκτος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκτω — ἄρκτος bear fem nom/voc/acc dual ἄρκτος bear fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρκτε — Ἄρκτος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”